ἐμμέσου

ἐμμέσου
ἔμμεσος
intermediate
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • παραχώρηση — η / παραχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραχωρώ] 1. η εκούσια εκχώρηση από κάποιον ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον 2. η ανοχή τού κακού εκ μέρους τού Θεού από σεβασμό προς την ελευθερία τού ατόμου και για λόγους παιδευτικούς προς διευκόλυνση τής… …   Dictionary of Greek

  • χαρτόσημο — Ένσημο που επικολλάται σε διάφορα έγγραφα, επίσημα ή όχι. Το τέλος του χ. αποτελεί και αυτό φόρο και μάλιστα έμμεσο, που είναι πολύ αποδοτικός για τα δημόσια έσοδα. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε το τέλος του χ. το 1836, τώρα δε τα ζητήματα που αφορούν… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματολογική ανθρωπολογία — Η μελέτη των σωματικών και κληρονομικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ο άνθρωπος ως εγκληματίας. Έρεισμα για τη δημιουργία της στάθηκε η καθ’ όλα αντιεπιστημονική και ξεπερασμένη πλέον άποψη του Λομπρόζο, για τον οποίο η εγκληματικότητα αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”